- φλίω
- Αείμαι γεμάτος, φουσκωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl-ei- / *bhl-i- «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με *-i-, μορφή τής ρίζας *bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω», (πρβλ. τα ρ. φλέω, φλύω < ρίζα *bhl-eu- / *bhl-u- με παρέκταση *-u-). Το ρ. φλῑω απαντά μόνο σε έναν σύνθ. τ. μτχ. περιφλίοντος (όπου το -ῑ- αποτελεί αντιπροσώπευση τής ΙΕ διφθόγγου -ei-, πρβλ. χλῑω (πιθ. < ρίζα *ghlei-, βλ. λ. χλιαίνω), πιθ. τρίβω, ενώ οι υπόλοιποι τ. τής οικογένειας αυτής εμφανίζουν οδοντική παρέκταση *d τής ρίζας (πρβλ. φλυ-δ-ῶ) και έχουν σχηματιστεί από θ. φλι-δ-τής μηδενισμένης βαθμίδας ή φλοι-δ- τής ετεροιωμένης (πρβλ. αγγλ. bloat «πρήζομαι» < γερμ. *blait-ōn < IE *bhloid-). To σύστημα, εξάλλου, τών τ. φλίω: φλιαρός: φλιδῶ: φλιδών: φλοιδιῶ μπορεί να παραβληθεί με τους τ. χλίω: χλιαρός: χλιδῶ: χλιδών: χλοιδῶ (βλ. λ. χλιαίνω). Από σημασιολογική άποψη, αρχική πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ.περιφλίω, φλιδῶ, φλιδών «σφυγμός»), από την οποία προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «έχω φουσκάλες με υγρό» (πρβλ. ὑπερφλοισμός) και «έχω φλύκταινες που έχουν προκληθεί από κάψιμο» και στην συνέχεια «φλέγομαι» (πρβλ. φλοιδῶ, φλοιδιῶ), ενώ από το φαινόμενο τής σήψης που μπορεί να παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις προήλθε η γενικότερη σημ. «σαπίζω, διαλύομαι, καταστρέφομαι, σχίζομαι, κουρελιάζομαι» (πρβλ. φλιδῶ, φλιδάνω, φλιδιόωντο, φλιδών)].
Dictionary of Greek. 2013.